- ἐπιχειρητής
- ἐπιχειρ-ητής, οῦ, ὁ,A an enterprising person, opp. ἄτολμος, Th.8.96, cf. D.C.59.17: c. gen., ready to attempt,
παντός Pl.Ti.69d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παντός Pl.Ti.69d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχειρητής — ἐπιχειρητής, ὁ (Α) [επιχειρώ] 1. τολμηρός, δραστήριος («oἱ μὲν ὀξεῑς οἱ δὲ βραδεῑς, καὶ οἱ μὲν ἐπιχειρηταὶ οἱ δὲ ἄτολμοι», Θουκ.) 2. έτοιμος να επιχειρήσει κάτι («ἐπιχειρητής παντός») … Dictionary of Greek
ἐπιχειρηταί — ἐπιχειρητής an enterprising person masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητῇ — ἐπιχειρητής an enterprising person masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητήν — ἐπιχειρητής an enterprising person masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητάς — ἐπιχειρητά̱ς , ἐπιχειρητής an enterprising person masc acc pl ἐπιχειρητά̱ς , ἐπιχειρητής an enterprising person masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχειρητικός — ἐπιχειρητικός, ή, όν (Α) [επιχειρητής] 1. ο έτοιμος να επιχειρήσει κάτι, επιθετικός 2. αποδεικτικός («ἐπιχειρητική δύναμις») 3. αυτός που προσπαθεί να αποδείξει κάτι … Dictionary of Greek
ἐπιχειρητέα — ἐπιχειρητέον one must attempt neut nom/voc/acc pl ἐπιχειρητέᾱ , ἐπιχειρητέον one must attempt fem nom/voc/acc dual ἐπιχειρητέᾱ , ἐπιχειρητέον one must attempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπιχειρητέος one must attempt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)